ηπανια

ηπανια
    ἠπανία
    ἠπᾰνία
    ἥ недостаток, скудость
    

(φορβῆς Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ηπανια" в других словарях:

  • ἠπανία — ἠπανίᾱ , ἠπανία to be in want fem nom/voc/acc dual ἠπανίᾱ , ἠπανία to be in want fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηπανία — ἠπανία και ἠπανίη, ή (Α) σπανιότητα, έλλειψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηπανώ (πρβλ. τη γλώσσα τού Ησύχ. ηπανεί απορεί, σπανίζει, αμηχανεί). Η λ. συνδέεται με το πανία «πλησμονή», οπότε το αρχικό η είναι πιθ. στερητικό πρόθημα, προϊόν μετρικής έκτασης τού *α …   Dictionary of Greek

  • ἠπανίῃ — ἠπανία to be in want fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηπανώ — ἠπανῶ, άω και έω (Α) [ηπανία] σπανίζω, απορώ, δεν έχω (κάτι) …   Dictionary of Greek

  • akʷ- —     akʷ     English meaning: “to hurt”     Deutsche Übersetzung: ‘schädigen”?     Material: O.Ind. áka m “ grief, pain “, Av. akō “ nasty, bad “, axtis ̀ “ grief, pain, illness “; Gk. noun *ἄπαρ, *ἀπνός, thereof ἠπανεῖ ἀπορεῖ, ἠπανία ἀπορία,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»